αμφισβητώ

αμφισβητώ
(-έω) (Α ἀμφισβητῶ)
1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι
2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ
3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών
νεοελλ.
δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία ενός προσώπου ή το κύρος κάποιου πράγματος, γεγονότος, κ.λπ., αμφιβάλλω
αρχ.
1. βαδίζω ή στέκομαι χωριστά από κάποιον, διίσταμαι
2. φιλονικώ, λογομαχώ με κάποιον ή για κάτι
3. έχω αξιώσεις, απαιτώ
4. βρίσκομαι υπό αμφισβήτηση για κάτι, διαφιλονικώ
5. ισχυρίζομαι, επιμένω, βεβαιώνω
6. (το παθητικό απρόσωπο) αμφισβητείται
υπάρχει αντιλογία, φιλονικία
7. (το αρσενικό τής ενεργητικής μετοχής τού ενεστώτα στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) οἱ ἀμφισβητοῡντες
οι αντίδικοι
8. (το ουδέτερο τής παθητικής μετοχής τού ενεστώτα στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητούμενα α) ζητήματα ή θέματα διαφιλονικούμενα
β) επιχειρήματα, ισχυρισμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρασύνθετο ρ., από σύνθ. ουσιαστικά που δεν μαρτυρούνται: < *ἀμφισβήτης ή *ἀμφισβάτης (πρβλ. παραβάτης) < ἀμφὶς + βῆναι (αόρ. τού βαίνω).
ΠΑΡ. αμφισβήτηση
αρχ.
ἀμφισβήτημα, ἀμφισβήτητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφισβητώ — αμφισβητώ, αμφισβήτησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμφισβητώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. φέρνω αντιρρήσεις, δε δέχομαι κάτι σαν βέβαιο: Ήταν ικανός να αμφισβητεί ακόμη και μια μαθηματική αλήθεια. 2. παρουσιάζω αξιώσεις για κάτι: Αμφισβητεί κι αυτός την κληρονομιά της γιαγιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφισβητῶ — ἀμφισβητέω go asunder pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμφισβητέω go asunder pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίς — ἀμφίς (επίρρ., πρόθ.) (Α) Ι. επίρρ. 1. και στα δύο μέρη 2. ολόγυρα 3. χωριστά, σε δύο μέρη, διαφορετικά 4. μεταξύ ΙΙ. πρόθ. αντί τής ἀμφί 1. γύρω από κάτι, από παντού, ολόγυρα 2. όσον αφορά 3. μακριά από κάτι, χωριστά, δίχως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

  • αμφιλέγω — ἀμφιλέγω (Α) 1. φιλονικώ, λογομαχώ 2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λέγω. ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος] …   Dictionary of Greek

  • αμφιλογούμαι — ἀμφιλογοῡμαι ( έομαι) (ΑΜ) [ἀμφίλογος] αντιλέγω, αμφισβητώ, φιλονικώ ο Ησύχ. παραδίδει και ενεργ. ἀμφιλογῶ με την ίδια σημασία …   Dictionary of Greek

  • αμφισβήτημα — ἀμφισβήτημα, το (Α) [ἀμφισβητῶ] 1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα 2. επιχείρημα, ισχυρισμός …   Dictionary of Greek

  • αμφισβήτηση — η (Α ἀμφισβήτησις) 1. αντίθετη γνώμη για κάτι, αντίρρηση, διαφωνία αρχ. 1. αντιλογία επάνω σε κάτι, φιλονικία, έριδα 2. αφορμή για φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφισβητῶ. ΠΑΡ. αμφισβητήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • αμφισβήτητος — ἀμφισβήτητος, ον (Α) [ἀμφισβητῶ] αυτός που υπόκειται σε αμφισβήτηση, ο διαφιλονικούμενος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”